- παράμιλλος
- παράμιλλοςbeyond rivalrymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράμιλλος — ον, Α 1. αυτός που είναι εκτός άμιλλας, εκτός συναγωνισμού, απαράμιλλος 2. αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἄμιλλα] … Dictionary of Greek
παράμιλλα — παράμιλλος beyond rivalry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαράμιλλος — η, ο (Μ ἀπαράμιλλος, η) [παράμιλλος] αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να συγκριθεί, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος … Dictionary of Greek
παραμιλλώμαι — άομαι, ΜΑ [παράμιλλος] ξεπερνώ κάποιον σε άμιλλα αρχ. υπερτερώ σε κάτι … Dictionary of Greek